καζουϊστική

καζουϊστική
η казуистика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καζουϊστική" в других словарях:

  • καζουιστικός — ή, ό 1. (φιλοσ. και κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορες επιμέρους περιπτώσεις στην πράξη 2. το θηλ. ως ουσ. η καζουιστική μέρος τής ηθικής που πραγματεύεται τη μέθοδο προσκτήσεως οδηγιών με την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων τού… …   Dictionary of Greek

  • περιπτωσιολογία — και περιπτωσεολογία, η, Ν 1. σύνολο πιθανών καταστάσεων 2. η καζουιστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική τού γαλλ. casuistique. Ο τ. περιπτωσεολογία μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος] …   Dictionary of Greek

  • περιπτωσιολογία — η μέρος της ηθικής που εξετάζει τις διάφορες περιπτώσεις της ζωής, όπου συμβαίνει σύγκρουση καθηκόντων, αλλιώς καζουιστική (από το λατ. casus = περίπτωση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»